ἀποστολικός

ἀποστολικός
ἀποστολικός, ή, όν (s. ἀποστέλλω; schol. on Pind., P. 2, 6b, I. 2 ins a; Proclus in Phot., Bibl. p. 322b; Athen. 14, 631d [of a dance style: relating to a diplomatic mission?]) apostolic ἐν ἀ. χαρακτῆρι in apostolic fashion=as the apostles did in their letters ITr ins διδάσκαλος ἀ. καὶ προφητικός an apost. and prophetic teacher of Polycarp MPol 16:2. τὰς ἀ. διηγήσεις the apostolic accounts Pa (2:12).—Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀποστολικός — sung on departure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστολικός — ή, ό (ΑΜ ἀποστολικός, ή, όν) 1. αυτός που ιδρύθηκε από τους Αποστόλους ή ο σύμφωνος με τη διδασκαλία τους 2. ένθερμος («αποστολικός ζήλος») μσν. νεοελλ. (το ουδέτερο ως ουσ.) τὸ ἀποστολικόν 1. βιβλίο που περιέχει τις επιστολές της Καινής Διαθήκης …   Dictionary of Greek

  • αποστολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τους Αποστόλους, τους συνεχιστές του έργου του Χριστού: Η χριστιανική εκκλησία λέγεται αποστολική επειδή την ίδρυσαν οι Απόστολοι. 2. το επίρρ., αποστολικά σημαίνει κατά τον τρόπο των Αποστόλων, με τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νούντσιος, αποστολικός — Τίτλος που αποδίδεται σε ορισμένους ιεράρχες της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, κατά κανόνα επισκόπους ή αρχιεπισκόπους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν επίσημα τον πάπα στις κυβερνήσεις με τις οποίες η Αγία Έδρα διατηρεί κανονικές διπλωματικές σχέσεις,… …   Dictionary of Greek

  • ἀποστολικά — ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc pl ἀποστολικά̱ , ἀποστολικός sung on departure fem nom/voc/acc dual ἀποστολικά̱ , ἀποστολικός sung on departure fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικώτερον — ἀποστολικός sung on departure adverbial comp ἀποστολικός sung on departure masc acc comp sg ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικῶν — ἀποστολικός sung on departure fem gen pl ἀποστολικός sung on departure masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικόν — ἀποστολικός sung on departure masc acc sg ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικώτατον — ἀποστολικός sung on departure masc acc superl sg ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικαῖς — ἀποστολικός sung on departure fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικαί — ἀποστολικός sung on departure fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”